-
1 οἰώνισμα
A omen from the flight or cries of birds,οἰωνίσματ' οἰωνῶν μαθών E.Ph. 839
, cf. LXX 1 Ki.15.23, Je.14.14(pl.), Hdn.1.14.2, D.C.37.24 ; οἰ. τῆς ὑγιείας, = Salutis augurium, Id.51.20 ; a portent, monster, Gal.2.623.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰώνισμα
См. также в других словарях:
οιώνισμα — οἰώνισμα, τὸ (Α) [οιωνίζομαι] 1. η πρόβλεψη τού μέλλοντος με την παρατήρηση τού πετάγματος και τής κραυγής τών πουλιών, τών οιωνών («οἰωνίσματ ὀρνίθων μαθών», Ευρ.) 2. οιωνός, ιδίως κακός … Dictionary of Greek